- νέμεση
- η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις)1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.)3. ως κύριο όν. Νέμεσιςθεότητα τής αρχαίας Ελλάδας, προσωποποίηση τής θεϊκής οργής, τιμωρός τής αλαζονείας και τών μεγάλων εγκλημάτωναρχ.1. αγανάκτηση για άδικη και κακή πράξη, κατάκριση, κατηγορία («νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων ἔσσεται», Ομ. Οδ.)2. δυσμένεια, έχθρα3. η ποινική δίωξη και καταδίκη εναντίον κάποιου που παρέβη τους νόμους και κακούργησε4. ο φόβος κάποιου μήπως παρεκκλίνει από τον νόμο ή από τον ηθικό κανόνα, («ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος αἰδῶ καὶ νέμεσιν», Ομ. Ιλ.)5. αστρολ. ονομασία τού εβδόμου κλήρου, τού Κρόνου6. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού πέντε.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θέμα νεμε- τού νέμω* (πρβλ. γένεσις). Η αρχική σημ. τής λ. «διανομή βάσει νόμιμης αρχής, εξουσίας» περιορίστηκε σε εκείνη τής απονομής δίκαιης τιμωρίας για αξιόποινη πράξη από τις αρμόδιες αρχές και εξελίχθηκε επί κακῴ στη σημ. «δυσμένεια, έχθρα αποστροφή για παράνομη ή ανήθικη ενέργεια». Η λ. έτσι χρησιμοποιήθηκε με αξία κοινωνική και αντικειμενική, σε αντιδιαστολή με τη λ. αἰδώς, που έχει υποκειμενική σημ. Η λ., τέλος, έλαβε στον Όμηρο και στους τραγικούς τη σημ. τής θεϊκής εκδίκησης και τιμωρίας και προσωποποιήθηκε].
Dictionary of Greek. 2013.